Πέζαρο

Πέζαρο
I
(Pesaro). Επώνυμο οικογένειας από τη Βενετία, της οποίας τα γνωστότερα μέλη ήταν οι ακόλουθοι:
1. Αντώνιος ντα–. Aρμοστής της Άνδρου από το 1507 έως το 1512.
2. Βενέδικτος ή Βενεδέτος. Ναύαρχος. Το 1500, ως αρχηγός του ενωμένου ισπανικού και ενετικού στόλου και πλέοντας προς τη Μεθώνη, στάθμευσε στην Κεφαλονιά για ανεφοδιασμό και κατόρθωσε να καταλάβει το φρούριο του Αγίου Γεωργίου. Στη συνέχεια κατόρθωσε να πυρπολήσει τον τουρκικό ναύσταθμο της Πρέβεζας (1501). Με τη βοήθεια και του παπικού στόλου κατευθύνθηκε στη Λευκάδα και, έπειτα από βομβαρδισμό έξι ημερών, κατέλαβε το φρούριό της. Τον ίδιο χρόνο πνίγηκε σε τρικυμία, στα ανοιχτά της Αυλώνας.
3. Ιάκωβος. Καθολικός επίσκοπος της Πάφου. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της Λευκάδας με τον Βενέδικτο Π.
4. Ιωάννης (1587 – 1659). Δόγης της Βενετίας. Στον πόλεμο της Κρήτης ήταν προκουράτωρ του Αγίου Μάρκου. Πρόσφερε 6.000 δουκάτα για να συνεχιστεί ο πόλεμος εναντίον των Τούρκων. Το παράδειγμά του μιμήθηκαν πολλοί συμπατριώτες του. Δόγης έγινε στις 8 Μαΐου 1658. Στις ημέρες του άρχισαν οι επιχειρήσεις του Μοροζίνι για την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Μετά τον θάνατό του, η Βενετία τον έθαψε σε μεγαλοπρεπή τάφο στο ναό των Φράρι.
5. Φραγκίσκος (1739 – 1819). Διπλωμάτης. Διετέλεσε πρέσβης στην Ισπανία και προκουράτωρ του Αγίου Μάρκου κατά την εισβολή του Ναπολέοντα στην Ιταλία. Εκπατρίστηκε μετά την άλωση της Βενετίας. Όταν προσαρτήθηκε η πατρίδα του στην Αυστρία, γύρισε στην πόλη ως επίτροπος των Αυστριακών.
II
(Pesaro). Πόλη της Ιταλίας πρωτεύουσα του νομού Πέζαρο και Ουρμπίνο. Είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Φίλια στο Αδριατικό πέλαγος. Είναι πόλη με πολλά ενδιαφέροντα κτίρια, ανάμεσα στις οποίες ο καθεδρικός ναός του Ευαγγελισμού του 13ου αι. με τοιχογραφίες του Μπελίνι, ο Άγιος Φραγκίσκος του 14oυ αι., το μέγαρο της νομαρχίας του 15ου αι., το ανάκτορο των Σφόρτσα με πινακοθήκη και ωραία συλλογή έργων κεραμικής, που θεωρείται η καλύτερη της Ιταλίας. Στη πόλη υπάρχει και αξιόλογη βιβλιοθήκη. Σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πόλη, στο ύψωμα Σαν Μπάρτολο, βρίσκεται αυτοκρατορική έπαυλη του 1464.
Η πόλη ήταν ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Πιζάουρουμ (Pisaurum). Στα χρόνια του Αυγούστου καταστράφηκε από σεισμούς. Ανοικοδομήθηκε, αλλά καταστράφηκε και πάλι από τον βασιλιά των Γότθων Βιτίγιο. Κατακτήθηκε από τον Βελισσάριο, που την περιέλαβε στην εξαρχία της Ραβένας, και τελικά έγινε έδαφος του παπικού κράτους. Το 1285 πέρασε στην εξουσία των Μαλατέστα, που την πούλησαν στον οίκο των Σφόρτσα (1445). Από τους Σφόρτσα πέρασε στους δούκες Ροβέρε ντ’ Ουρμπίνο, στην εποχή των οποίων ήταν το σπουδαιότερο κέντρο της ιταλικής λογοτεχνίας. Μετά την εξάλειψη του οίκου αυτού (1631), την κατέλαβε ο πάπας Ουρβανός H’ και αποτέλεσε τμήμα του παπικού κράτους έως το 1860, οπότε έγινε τμήμα του βασίλειου της Ιταλίας.
Η πόλη Π. είναι πατρίδα του Λατίνου ποιητή Άκκιου, του πάπα Ιννοκέντιου IA’, του ζωγράφου Κανταρίνι και του μουσουργού Ροσίνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τισιανός, Βετσέλιο — (Tiziano, Πιέβε ντι Καντόρε περίπου το 1487 – Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος. Αν και γύρω στο 1508 09 ο Τ. εργαζόταν στο Εργαστήριο των Γερμανών στη Βενετία μαζί με τον Τζορτζιόνε, ο πίνακας της Αμβέρσας με τον Επίσκοπο Γιάκοπο Πέζαρο που… …   Dictionary of Greek

  • Λαουράνα, Λουτσιάνο — (Luciano Laurana, 1420; – Πέζαρο 1479). Ιταλός αρχιτέκτονας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του 15ου αι. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για την καταγωγή του (μάλλον δαλματική) και για την ουμανιστική διαμόρφωσή του,… …   Dictionary of Greek

  • Ροσίνι, Τζοοκίνο — (Rossini, Πέζαρο 1792 – Πασί, Παρίσι 1868). Ιταλός συνθέτης. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια έφυγε από το Πέζαρο και άρχισε στη Μπολόνια τις μουσικές του σπουδές, τις οποίες συνέχισε αργότερα (1802 04) στο Λούγκο της Ρομάνια, στη σχολή του ιερέα… …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Λονγκένα, Μπαλντασάρε — (Baldassare Longhena, Βενετία 1598 – 1682). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της αρχιτεκτονικής μπαρόκ στη Βενετία. Αρχικά σπούδασε γλυπτική και δημιούργησε σχέδια βωμών (Σαν Πιέτρο ντι Καστέλο) και ταφικών μνημείων …   Dictionary of Greek

  • Μπελίνι, Τζοβάνι — (Giovanni Bellini, αποκαλούμενος και Τζαμπελίνο, Βενετία, περ. 1430 – 1516). Ιταλός ζωγράφος, από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Η σημασία της ζωγραφικής του επισκιάζει την ατομική του αξία, επειδή εγκαινιάζει τη μεγάλη βενετσιάνικη ζωγραφική …   Dictionary of Greek

  • Τζένγκα, Τζιρόλαμο — (Genga, 1476 – 1551). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Η ζωγραφική του δείχνει επίδραση του Περουτζίνο, του Σόντομα και του Ραφαήλ. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι Το Μαρτύριο του Aγίου Σεβαστιανού και Ο Αινείας φεύγοντας από την Τροία. Ως… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”